- δεκήρης
- Μεγάλο πολεμικό πλοίο της αρχαιότητας, με δέκα σειρές κουπιά. Ο Πολύβιος, στην περιγραφή της ναυμαχίας της Χίου ανάμεσα στους στόλους του Αττάλου και των συμμάχων του από τη μία πλευρά και του Φιλίππου Ε’ από την άλλη, αναφέρει πως στον στόλο του δευτέρου υπήρχε και δ.ναυαρχίδα του Δημοκράτη. Η δ. αυτή, αφού εμβόλισε ένα πλοίο και σφηνώθηκε σε αυτό, έγινε τόσο δυσκίνητη ώστε την εμβόλισαν από τις δύο μεριές δύο αντίπαλες πεντήρεις και την αιχμαλώτισαν, μαζί με τον ναύαρχό της.
* * *δεκήρης (-ους), η (Α)(ενν. ναυς)πολεμικό πλοίο με δέκα σειρές κουπιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -ήρης*. Το β' συνθετικό συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα που απαντά και στα ερέτης, ερέσσω (πρβλ. αλιήρης, τριήρης)].
Dictionary of Greek. 2013.